- κρατητήρα
- η (Μ κρατητήρα) [κρατώ]είδος λίθου, ο αετίτης, για τον οποίο υπάρχει λαϊκή δοξασία ότι συγκρατεί το έμβρυο στη μήτρα και εμποδίζει την αποβολή, όταν τόν κρατεί η έγκυος γυναίκαμσν.λειτουργικό σκεύος, πιθ. ο αστερίσκος.
Dictionary of Greek. 2013.